- νυφ-
- см. νυμφ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυχτιάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή συμβαίνει κατά τη νύχτα, νυχτερινός 2. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) νυχτιάτικα κατά τη νύχτα («ήλθε πάλι επίσκεψη νυχτιάτικα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. νυφ ιάτικος, χειμων … Dictionary of Greek
προικιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα, προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. νυφ ιάτικος)] … Dictionary of Greek